- ταύρεος
- -έα, -ον, Αβλ. ταύρειος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ταύρεος — Lyr. Alex.Adesp. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρεος — Lyr. Alex.Adesp. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταυρέου — Ταύρεος Lyr. Alex.Adesp. masc gen sg Ταυρέης masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυρέου — ταύρεος Lyr. Alex.Adesp. masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρεα — ταύρεος Lyr. Alex.Adesp. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρειος — α, ο / ταύρειος, εία, ον, ΝΜΑ, και ταύριος, ον και ταύρεος, έα, ον και ποιητ. τ. θηλ. ταυρείη Α [ταῡρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ταύρο ή προέρχεται από ταύρο, βοδινός, βοϊδήσιος (α. «ταύρειο δέρμα» β. «ταύρεια κέρατα», Σοφ.) μσν. το θηλ … Dictionary of Greek
ταυρέας — ταυρέᾱς , ταύρεος Lyr. Alex.Adesp. fem acc pl ταυρέᾱς , ταύρεος Lyr. Alex.Adesp. fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυρέαν — ταυρέᾱν , ταύρεος Lyr. Alex.Adesp. fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυρέᾳ — ταυρέᾱͅ , ταύρεος Lyr. Alex.Adesp. fem dat sg (attic doric aeolic) ταυρέαι , ταυράω want the bull pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)